μεταρρυθμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταρρυθμίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταρρυθμίζω < μετα- + ῥυθμίζω < ῥυθμός, → δείτε ρρ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ta.ɾiˈθmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ταρ‐ρυθ‐μί‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: με‐ταρ‐ρυ‐θμί‐ζω

μεταρρυθμίζω, αόρ.: μεταρρύθμισα, παθ.φωνή: μεταρρυθμίζομαι, π.αόρ.: μεταρρυθμίστηκα, μτχ.π.π.: μεταρρυθμισμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μετά, ρυθμίζω και ρυθμός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταρρυθμίζω < μετα- + ῥυθμίζω < ῥυθμός, → δείτε ρρ

μεταρρυθμίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μετά και ῥυθμός