μεταστάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταστάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταστάς ουσιαστικοποιημένο αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταστάς αρσενικό (θηλυκό μεταστάσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μεταστάς)
- (λόγιο) που έχει πεθάνει
- ↪ η οικογένεια του μεταστάντος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταστάς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- μεταστάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεταστάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]μεταστάς, μεταστᾶσα, μεταστάν
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μεταστάς
- (ποιητικός, δωρικός τύπος ) β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου του μεθίστημι
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'στάς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'στάς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος - κλιτικοί τύποι
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)