μεταφόρτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταφόρτωση οι μεταφορτώσεις
      γενική της μεταφόρτωσης* των μεταφορτώσεων
    αιτιατική τη μεταφόρτωση τις μεταφορτώσεις
     κλητική μεταφόρτωση μεταφορτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταφορτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταφόρτωση < μεταφορτώνω + -ση (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transbordement. 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική download. 3. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική upload)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.taˈfoɾ.to.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταφόρτωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]