μεταχειρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταχειρίζομαι < αρχαία ελληνική μεταχειρίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος μεταχειρίζω < μετά + χειρίζω < χείρ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ta.çiˈɾi.zo.me/

μεταχειρίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. χρησιμοποιώ
  2. συμπεριφέρομαι κάπως προς κάποιον

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]