μετεμπειρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετεμπειρικός < μετά- + εμπειρικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μετεμπειρικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία, σπάνιο) που υφίσταται ή δημιουργείται μετά από την εμπειρική προσέγγιση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετεμπειρικός