μηρυκαστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηρυκαστικά < μηρυκαστικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μηρυκαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

τα βοοειδή, τα πρόβατα και τα αιγοειδή είναι μηρυκαστικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μηρυκαστικά