μιλφέιγ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιλφέιγ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mille-feuille (χίλια φύλλα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /milˈfei̯ʝ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μιλ‐φέιγ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιλφέιγ ουδέτερο άκλιτο
- γλυκό με συνήθως τρείς στρώσεις φύλλων σφολιάτας που εναλλάσσονται με κρέμα ζαχαροπλαστικής, πασπαλισμένο με άχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιλφέιγ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)