μιλφέιγ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ένα κομμάτι μιλφέιγ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιλφέιγ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mille-feuille (χίλια φύλλα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /milˈfei̯ʝ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μιλ‐φέιγ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιλφέιγ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]