μισθώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μισθώνω < αρχαία ελληνική μισθός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /miˈsθo.no/
 

μισθώνω

  1. καταβάλλω μίσθωμα ως ενοικιαστής για κινητή ή ακίνητη περιουσία, προκειμένου να μπορώ να την χρησιμοποιήσω για δικές μου ανάγκες εργασίας ή κατοικίας κ.λπ.
  2. προσλαμβάνω κάποιον, προκειμένου να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία για περιορισμένο χρονικό διάστημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]