μοιρολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοιρολόι | τα | μοιρολόια |
γενική | του | μοιρολοϊού | των | μοιρολοϊών |
αιτιατική | το | μοιρολόι | τα | μοιρολόια |
κλητική | μοιρολόι | μοιρολόια | ||
Οι καταλήξεις -ϊού, -ια, -ϊών προφέρονται ως δίφθογγοι. Και σπάνιοι τύποι γραφής χωρίς το <γ>. | ||||
Κατηγορία όπως «ρολόι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοιρολόι | τα | μοιρολόγια |
γενική | του | μοιρολογιού | των | μοιρολογιών |
αιτιατική | το | μοιρολόι | τα | μοιρολόγια |
κλητική | μοιρολόι | μοιρολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοιρολόι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοιρολόγι / μοιρολόγιον με αποβολή του [ʝ] < μοιρολογῶ με αναδρομικό σχηματισμό[1] < αρχαία ελληνική μοιρολογέω / μοιρολογῶ < μοῖρα + λέγω / αναλύεται μοίρ(α) + -ο- + -λόι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.ɾoˈlo.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μοι‐ρο‐λό‐ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοιρολόι ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μοιρολόγι
- (παρωχημένο) μυρολόι / μυρολόγι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμοιρολόγητος
- μοιρολογήτρα
- μοιρολογίστρα
- μοιρολογώ
- → δείτε τις λέξεις μοίρα και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοιρολόι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μοιρολόι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ρολόι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)