μονεγασκικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονεγασκικός < γαλλική Monégasque < λιγουριανά munegascu < Munegu (Μονακό)
Επίθετο
[επεξεργασία]μονεγασκικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το Μονακό ή με τους Μονεγάσκους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονεγασκικός