μονομάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mo.noˈma.xos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονομάχος αρσενικό
- που συμμετέχει με μονομαχία
- ο δούλος ή ο επαγγελματίας μαχητής στη αρχαία Ρώμη, ο οποίος μαχόταν, συχνά μέχρι θανάτου, με κάποιον αντίπαλο για την τέρψη των θεατών