μονοπάτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπάτι τα μονοπάτια
      γενική του μονοπατιού των μονοπατιών
    αιτιατική το μονοπάτι τα μονοπάτια
     κλητική μονοπάτι μονοπάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονοπάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μονοπάτι(ν) < μονο- + πατ(ῶ) + [1] ή μέσω του μονόπατος[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mo.noˈpa.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐πά‐τι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονοπάτι ουδέτερο

  1. στενός και δύσβατος δρομίσκος στην ύπαιθρο, που συνήθως έχει σχηματισθεί από τη συχνή διέλευση ανθρώπων ή ζώων
     συνώνυμα: ατραπός, δρομάκι, δρομίσκος, στενωπός
  2. (γενικότερα) στενός ορεινός δρόμος
  3. (μεταφορικά) ενέργειες ή δράσεις που οδηγούν στην επίτευξη κάποιου σκοπού ή παράγουν κάποιο αποτέλεσμα
    ※  Η οικολογία είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος προς την ελευθερία. Δεν είναι πρόσκληση για ένταξη σε μια ιδεολογία ή σε μια πολιτική άποψη, είναι ενα προσωπικό μονοπάτι καθημερινής απελευθέρωσης από τη βαρβαρότητα του κοινωνικού μας συστήματος και της αντιανθρωπιστικής και αντιεπιστημονικής κουλτούρας του. (@efsyn.gr)

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μόνος και πατάω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. μονοπάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονοπάτι ουδέτερο