μονοσάνδαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοσάνδαλος < αρχαία ελληνική μονοσάνδᾰλος, -ος, -ον
Επίθετο
[επεξεργασία]μονοσάνδαλος, -η, -ο
- που φοράει ένα μόνο σανδάλι
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοσάνδαλος
|