μονοφασικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοφασικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monophasic < αρχαία ελληνική μόνος + φάσις
Επίθετο
[επεξεργασία]μονοφασικός
- (ηλεκτρολογία) που έχει μόνο μία φάση
- (ουσιαστικοποιημένο) μονοφασικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοφασικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)