μοσχάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοσχάτος οι μοσχάτοι
      γενική του μοσχάτου των μοσχάτων
    αιτιατική τον μοσχάτο τους μοσχάτους
     κλητική μοσχάτε μοσχάτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοσχάτος < μόσχος / μόσκος (ευωδία)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈsxa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐σχά‐τος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοσχάτος αρσενικό και μοσχάτο ουδέτερο

  • ποικιλία σταφυλιού και γλυκού κρασιού (χρησιμοποιείται και ως επίθετο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]