μοτόρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοτόρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική motor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοτόρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]