μουσικοσυνθέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουσικοσυνθέτης αρσενικό (θηλυκό μουσικοσυνθέτρια)
- (επάγγελμα) συνθέτης μουσικής, ιδίως τραγουδιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- δεν χρησιμοποιείται ο όρος για την 'κλασική' μουσική (δείτε: συνθέτης, μουσουργός)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουσικοσυνθέτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μουσικο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)