μπαγκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαγκάρω < μπαγκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug

μπαγκάρω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

(για δυσλειτουργικότητα)

(για υστέρηση φάσης)

(για ανανταποκριτικότητα (unresponsiveness))

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]