μπολ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπολ < (άμεσο δάνειο) γαλλική bol < μέση αγγλική bolle (> αγγλική bowl) < αγγλοσαξονική bolla, λέξη συγγενής του παλαιού γερμανικού bolla (φουσκάλα)[1]
μπολ με παγωτό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπολ ουδέτερο άκλιτο

  1. ημισφαιρικό κεραμικό, πορσελάνινο ή γυάλινο σκεύος, σχετικά μικρό, για το σερβίρισμα π.χ. του παγωτού
  2. στρογγυλό ή τετράγωνο πλαστικό ή γυάλινο δοχείο με καπάκι για τη φύλαξη φαγητού στο ψυγείο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)