μπομπάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπομπάκι | τα | μπομπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπομπάκι | τα | μπομπάκια |
κλητική | μπομπάκι | μπομπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπομπάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπομπάκι
→ δείτε τη λέξη βαρελότο |