μπουζί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπούζι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουζί τα μπουζιά
      γενική του μπουζιού των μπουζιών
    αιτιατική το μπουζί τα μπουζιά
     κλητική μπουζί μπουζιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
χρησιμοποιείται και άκλιτο
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπουζί < (άμεσο δάνειο) γαλλική bougie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /buˈzi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐ζί
τρία διαφορετικά μπουζί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπουζί ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]