μπουχέσας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουχέσας οι μπουχέσες
      γενική του μπουχέσα
    αιτιατική τον μπουχέσα τους μπουχέσες
     κλητική μπουχέσα μπουχέσες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπουχέσας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /buˈçe.sas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐χέ‐σας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπουχέσας αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]