μπουχέσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπουχέσας | οι | μπουχέσες |
γενική | του | μπουχέσα | — | |
αιτιατική | τον | μπουχέσα | τους | μπουχέσες |
κλητική | μπουχέσα | μπουχέσες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουχέσας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /buˈçe.sas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐χέ‐σας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουχέσας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπουχέσας
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπουχέσας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)