μπούσουλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπουσουλώ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπούσουλας οι μπούσουλες
      γενική του μπούσουλα
    αιτιατική τον μπούσουλα τους μπούσουλες
     κλητική μπούσουλα μπούσουλες
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπούσουλας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπούσουλας < μπούσουλα (θηλυκό) < ιταλική bussola < υστερολατινική buxida < αρχαία ελληνική πυξίς (αντιδάνειο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbu.su.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπού‐σου‐λας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπούσουλας αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) η πυξίδα
  2. (μεταφορικά) αυτό που καθοδηγεί, που προσφέρει προσανατολισμό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • έχασα τον μπούσουλα: έχασα τον προσανατολισμό μου, δεν ήξερα τι να κάνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]