μπούστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπούστο | τα | μπούστα |
γενική | του | μπούστου | των | μπούστων |
αιτιατική | το | μπούστο | τα | μπούστα |
κλητική | μπούστο | μπούστα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπούστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική busto < λατινική bustum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπούστο ουδέτερο
- (ανατομία) το μέρος του σώματος από τη μέση (ή το στήθος) ως τον λαιμό και τους ώμους
- (συνεκδοχικά) είδος (γυναικείου) ενδύματος που καλύπτει (σφιχτά) το μπούστο (1)
- (κατ’ επέκταση) άγαλμα που παριστάνει έναν άνθρωπο από την κεφαλή ως τη μέση (ή ως το στήθος)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)