μυζηθρόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυζηθρόπιτα < μεσαιωνική ελληνική μυζηθρόπιτα[1] [2] < μυζήθρ(α) + -ό- + πίτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυζηθρόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) πίτα με βασικό υλικό παρασκευής τη μυζήθρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μυζηθροπιτάκι
- μυζηθροπιτίτσα
- μυζηθροπιτούλα
- → δείτε τις λέξεις μυζήθρα και πίτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυζηθρόπιτα
|
- ↑ μυζηθρόπιτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ μυζηθρόπιτα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)