μωρή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μω‐ρή
ομόηχο: μωροί

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

μωρή! προς γυναίκα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη μωρέ

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μωρή