μωρολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | μωρολόγος | το | μωρολόγο | ||
γενική | του/της | μωρολόγου | του | μωρολόγου | ||
αιτιατική | τον/τη | μωρολόγο | το | μωρολόγο | ||
κλητική | μωρολόγε | μωρολόγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | μωρολόγοι | τα | μωρολόγα | ||
γενική | των | μωρολόγων | των | μωρολόγων | ||
αιτιατική | τους/τις | μωρολόγους | τα | μωρολόγα | ||
κλητική | μωρολόγοι | μωρολόγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μωρολόγος < αρχαία ελληνική μωρολόγος < μωρός + -ο- + -λόγος
Επίθετο
[επεξεργασία]μωρολόγος, -ος, -ο
- (λόγιο) που λέει μωρολογίες, ανοησίες, ανόητες φλυαρίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μωρολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μωρολόγος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μωρολόγος αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- μωρολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μωρολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εμβολοφόρος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)