ναρκαλιεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ναρκαλιεία | οι | ναρκαλιείες |
γενική | της | ναρκαλιείας | των | ναρκαλιειών |
αιτιατική | τη | ναρκαλιεία | τις | ναρκαλιείες |
κλητική | ναρκαλιεία | ναρκαλιείες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /naɾ.ka.liˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναρ‐κα‐λι‐εί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναρκαλιεία θηλυκό
- η εύρεση, αναγνώριση, μάζεμα και η αδρανοποίηση ναρκών από ένα ναρκοπέδιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναρκαλιεία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ναρκαλιεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας