νεκρο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεκρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεκρο- < νεκρ(ός) + -ο-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.kɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

νεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεκρο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεκρο- < νεκρ(ός) + -ο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

νεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεκρο- < νεκρ(ός) + -ο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

νεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

[επεξεργασία]