νεογνό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεογνό τα νεογνά
      γενική του νεογνού των νεογνών
    αιτιατική το νεογνό τα νεογνά
     κλητική νεογνό νεογνά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεογνό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική νεογνός [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.oˈɣno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐γνό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεογνό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]