νεοελληνιστί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεοελληνιστί < Νεοέλληνας + -ιστί
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ne.o.e.li.niˈsti/
Επίρρημα
[επεξεργασία]νεοελληνιστί
- στα νεοελληνικά, στη νεοελληνική γλώσσα