νεοφιλαδελφειώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοφιλαδελφειώτικος η νεοφιλαδελφειώτικη το νεοφιλαδελφειώτικο
      γενική του νεοφιλαδελφειώτικου της νεοφιλαδελφειώτικης του νεοφιλαδελφειώτικου
    αιτιατική τον νεοφιλαδελφειώτικο τη νεοφιλαδελφειώτικη το νεοφιλαδελφειώτικο
     κλητική νεοφιλαδελφειώτικε νεοφιλαδελφειώτικη νεοφιλαδελφειώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοφιλαδελφειώτικοι οι νεοφιλαδελφειώτικες τα νεοφιλαδελφειώτικα
      γενική των νεοφιλαδελφειώτικων των νεοφιλαδελφειώτικων των νεοφιλαδελφειώτικων
    αιτιατική τους νεοφιλαδελφειώτικους τις νεοφιλαδελφειώτικες τα νεοφιλαδελφειώτικα
     κλητική νεοφιλαδελφειώτικοι νεοφιλαδελφειώτικες νεοφιλαδελφειώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοφιλαδελφειώτικος < Νεοφιλαδελφειώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.o.fi.la.ðelˈfço.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νε‐ο‐φι‐λα‐δελ‐φειώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

νεοφιλαδελφειώτικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]