νεραϊδόξυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεραϊδόξυλο ουδέτερο
- ξύλο από το οποίο παρασκευάζεται αφέψημα που (πιστεύεται ότι) θεραπεύει τους νεραϊδοπαρμένους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεραϊδόξυλο
|