νερφάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νερφάρω < νερφ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική nerf

νερφάρω, αόρ.: νερφάρισα/νέρφαρα, παθ.φωνή: νερφάρομαι, π.αόρ.: νερφαρίστηκα, μτχ.π.π.: νερφαρισμένος

Πρέπει να νερφαριστεί αυτός ο χαρακτήρας, είναι πάρα πολύ όου-πι!
 συνώνυμα: εξασθενίζω, αποδυναμώνω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: νέρφαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: νερφάρω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]