νετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νετ < αγγλική net < πρωτογερμανική *natją < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ned-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νετ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης : ΝΕΤ, Ν.Ε.Τ. |
νετ ουδέτερο άκλιτο