νετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ΝΕΤ, Ν.Ε.Τ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νετ < αγγλική net < πρωτογερμανική *natją < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ned-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νετ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]