νηφαλιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηφαλιότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νηφαλιότητα θηλυκό
- η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νηφάλιος, η έλλειψη μέθης, η διανοητική διαύγεια
- θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θέμα με νηφαλιότητα