νηφοκοκκόζωμον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | νηφοκοκκόζωμον | τὰ | νηφοκοκκόζωμα | ||||
γενική | τοῦ | νηφοκοκκοζώμου | τῶν | νηφοκοκκοζώμων | ||||
δοτική | τῷ | νηφοκοκκοζώμῳ | τοῖς | νηφοκοκκοζώμοις | ||||
αιτιατική | τὸ | νηφοκοκκόζωμον | τὰ | νηφοκοκκόζωμα | ||||
κλητική ὦ! | νηφοκοκκόζωμον | νηφοκοκκόζωμα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηφοκοκκόζωμον < νήφω + κόκκος + ζωμός (ο ζωμός από τους κόκκους που μας κάνει να νήφουμε, τουτέστιν να είμαστε ξύπνιοι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νηφοκοκκόζωμον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ο καφές
- ※ ΛΟΓ. Έα με... (προς τον Ξενοδοχον) Άξον μοι νηφοκοκκόζωμον
- Βαβυλωνία/Πράξις πρώτη, Σκηνή Η΄
- ※ ΛΟΓ. Έα με... (προς τον Ξενοδοχον) Άξον μοι νηφοκοκκόζωμον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νηφοκοκκόζωμον
|