νι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νι < αρχαιοελληνικό νῦ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νι ουδέτερο άκλιτο
- το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (ν, κεφαλαίο: Ν)
- νύγμα (σημάδι που βάζουμε δίπλα σε ένα στοιχείο καταλόγου το οποίο έχει εξελεγχθεί)