νικητήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νικητήριος < αρχαία ελληνική νικητήριος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ni.ciˈti.ri.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νι‐κη‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]νικητήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τη νίκη, αναφέρεται σ’ αυτή ή την αναγγέλλει
- (ουσιαστικοποιημένο) νικητήρια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη νίκη