νικηφόρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νικηφόρα < νίκη + φέρω

Επίρρημα

[επεξεργασία]

νικηφόρα

ο πόλεμος τελείωσε νικηφόρα για τα στρατεύματά μας

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

νικηφόρα θηλυκό και ουδέτερο του νικηφόρος

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του νικηφόρα
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νικηφόρο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]