νοικάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νοικάρης αρσενικό (θηλυκό νοικάρισσα)
- ο μισθωτής, ο ενοικιαστής ενός διαμερίσματος ή δωματίου σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του