νοσήλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νοσήλια | ||
γενική | των | νοσηλίων | ||
αιτιατική | τα | νοσήλια | ||
κλητική | νοσήλια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νοσήλια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νοσήλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νοσήλια
|