ντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντα < λείπει η ετυμολογία

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

ντα και νταντά ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κάνω ντα: δέρνω, βαρώ ξυλιές, ξυλιάζω, τις βρέχω (σε κάποιον)
  • θα σε κάνω ντα: απειλή χειροδικίας ή διευκρίνιση πριν την χειροδικία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]