ντογκόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντογκόν άκλιτο

  • (γλώσσα) οικογένεια γλωσσών που μιλιούνται στο Μάλι (κυρίως στην περιοχή Ντογκόν)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]