ντούμπλεξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈdu.bleks/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντού‐μπλεξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντούμπλεξ ουδέτερο άκλιτο
- τηλεφωνικό ή τηλεπικοινωνιακό σύστημα που λειτουργεί ταυτόχρονα με δύο συσκευές
- ντουμπλ φας
- (οικείο) διπλός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντούμπλεξ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)