ντρέσινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντρέσινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία): γενική ονομασία οποιασδήποτε κρύας σάλτσας που συνοδεύει σαλάτα προσθέτοντας νοστιμιά, ανεξάρτητα αραίωσης, γεύσης, ή επιλογής υλικών όπως είναι π.χ. η μαγιονέζα.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντρέσινγκ
|