ντριστέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντριστέλα οι ντριστέλες
      γενική της ντριστέλας των ντριστελών
    αιτιατική την ντριστέλα τις ντριστέλες
     κλητική ντριστέλα ντριστέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντριστέλα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική draşteală (drîşteală / tristella) (γναφείο) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντριστέλα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Οικονόμου Κωνσταντίνος, Τοπωνυμικό Ζαγορίου, Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1986, σελ. 812.