ντύμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντύμα τα ντύματα
      γενική του ντύματος των ντυμάτων
    αιτιατική το ντύμα τα ντύματα
     κλητική ντύμα ντύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντύμα < ντύνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντύμα ουδέτερο

  • επένδυση, ιδιαίτερα επένδυση βιβλίου με αδιαφανές αυτοκόλλητο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]