νυχταλωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νυχταλωπία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νυχταλωπία θηλυκό
- (ιατρική): αδυναμία της όρασης που χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία να δει κάποιος όταν δεν υπάρχει πολύ φως, δηλαδή την νύχτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νυχταλωπία