νόημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νόημα | τα | νοήματα |
γενική | του | νοήματος | των | νοημάτων |
αιτιατική | το | νόημα | τα | νοήματα |
κλητική | νόημα | νοήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νόημα < αρχαία ελληνικήνόημα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νόημα ουδέτερο
- έννοια, σημασία
- το νόημα αυτής της φράσης είναι ξεκάθαρο
- λογική
- αυτό που γράφεις δε βγάζει νόημα
- σημασία, σκοπός, λόγος, αξία
- ποιο είναι το νόημα της παρουσίας τους εδώ;
- δεν έχει κανένα νόημα να πας τώρα
- νεύμα, γνέψιμο
- μου έκανε νόημα να μπω
- (μεταφορικά) εντός του επιρρηματικού προσδιορισμού που σχηματίζεται με το «με»: έχοντας κάποιο υπονοούμενο, υπονοώντας κάτι
- θα ξανάρθω σε μία ώρα - είπε με νόημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νόημα
|